Είμαι 7-8 ετών το πολύ, καλοκαίρι, και είναι από εκείνες τις μέρες που μένουμε στη γιαγιά και τον παππού στο χωριό. Περιμένουμε με αγωνία να περάσει το μεσημέρι και το βασανιστήριο του μεσημεριανού ύπνου. Ανάθεμα και αν κοιμόμασταν τελικά ανάμεσα στα γελάκια και τα άπειρα "σσσσττττ" της γιαγιάς. Μόλις πέσει ο ήλιος και δοθεί το ok, φεύγουμε με τον παππού για το καφενείο στο τέλος του χωριού. Δύο είχε όλα κι όλα. Το ένα στην είσοδο του χωριού και το άλλο στην έξοδο. Το δεύτερο όμως ήταν για εμάς. Πρώτον γιατί είχε αρκετό περπάτημα για να πάμε -τουτέστιν πάμε βόλτα - και δεύτερον γιατί είχε έναν τεράστιο πλάτανο και μια πηγή με δύο τεράστιες γούρνες -τουτέστιν ατέλειωτο παιχνίδι-. Το τι χάρτινο καραβάκι είχε χαθεί σε αυτές τις γούρνες και τα αυλάκια της πηγής δεν λέγεται. Το καφενείο αυτό ήταν ξεχωριστό και για έναν άλλο λόγο. Την θεία Παναγούλα. Δεν ήταν θεία μας, έτσι την έλεγαν όλοι.
Η θεία Παναγούλα λοιπόν, μας αγαπούσε πολύ. Όλα τα παιδιά. Και μας έβαζε "υποβρύχιο". Ή μας άφηνε να χώνουμε όλο το κεφάλι μας μέσα στο ψυγείο των παγωτών μέχρι να διαλέξουμε το ίδιο κυπελλάκι για άλλη μια φορά (δεν είχε και τρελή ποικιλία τότε). Και εγώ κάθε φορά που τρώω "υποβρύχιο" είναι σαν να κάθομαι κάτω από τον πλάτανο με τον παππού Ηλία και τρώω μια μεγάλη πρώτη μπουκιά τόση ώστε να μείνει μισή η βανίλια για να μπορώ μετά να ρουφάω το νερό από το κουτάλι με θόρυβο μέχρι εκείνος να γυρίσει και να με κοιτάξει και να πει "έεεεεεϊ"!!